- ἀραχνίῳ
- ἀράχνιονspider's webneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αραχνίω — ἀραχνιῶ ( όω) (Α) [αράχνιον] 1. υφαίνω ιστό αράχνης γύρω από κάποιον, περιβάλλω με αράχνες 2. σχηματίζω στο σώμα μου κάποιο είδος αραχνένιου ιστού 3. γεμίζω αράχνες, αραχνιάζω … Dictionary of Greek
ἀραχνιῶ — ἀραχνιόω spin a cobweb pres subj act 1st sg ἀραχνιόω spin a cobweb pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)